- συσκηνήτρια
- συσκην-ήτρια, ἡ,A female messmate, Ar.Th.624.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συσκηνήτρια — female messmate fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσκηνήτρια — ἡ, Α βλ. συσκηνητήρ … Dictionary of Greek
συσκηνητήρ — ῆρος, ο, θηλ. συσκηνήτρια Α συνδαιτυμόνας, ομοτράπεζος («καὶ τίς σοὐστὶ συσκηνήτρια;», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συσκηνῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. κινη τήρ)] … Dictionary of Greek